- σεμνοδότειρα
- ἡ, Α1. αυτή που προσφέρει μεγαλοπρεπή δώρα («σεμνοδότειρα Φήμα», Βακχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεμνοδότειρα — giver of glorious gifts fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)